σιδηροφορία

σιδηροφορία
η, ΝΜ [σιδηροφόρος]
(για πολεμιστή)
1. το να φέρει κανείς σιδερένια όπλα
2. συνεκδ. η οπλοφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”